μάκρος, το, ουσ. [<αρχ. μάκρος], το μάκρος. 1. κομμάτι υφάσματος με συγκεκριμένη διάσταση: «μ’ ένα μάκρος μπορείς να βγάλεις μια φούστα, αλλά γι’ αυτό το φόρεμα θα χρειαστείς τουλάχιστον δυο μάκρη ύφασμα». 2. στον πλ. τα μάκρη, τα απομακρυσμένα μέρη, οι απομακρυσμένες περιοχές: «πήρε τα μάτια του και κανείς δεν ξέρει σε ποια μάκρη πήγε». (Λαϊκό τραγούδι: με κυκλώσαν οι καημοί και θα γίνουν δάκρυ κοίταξέ με μια στιγμή πριν χαθώ στα μάκρη
- πάει σε μάκρος, βλ. συνηθέστ. τραβάει σε μάκρος·
- πάω σε μάκρος (κάτι), βλ. φρ. τραβώ σε μάκρος (κάτι)·
- τραβάει σε μάκρος, διαρκεί πολύ, παρατείνεται πολύ περισσότερο χρόνο από τον κανονικό: «πρέπει να κλείσουμε οπωσδήποτε αυτή την υπόθεση, γιατί τραβάει σε μάκρος»·
- τραβάει σε μάκρος η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- τραβώ σε μάκρος (κάτι), το κάνω να διαρκεί πολύ: «ήταν πολύ ενδιαφέρουσα η συζήτηση, γι’ αυτό την τραβήξαμε σε μάκρος».